προτρέχω

προτρέχω
(αόρ. προέτρεξα и προέδραμον) μετ. забегать вперёд;

προτρέχω τινός — обгонять, опережать (кого-что-л.)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "προτρέχω" в других словарях:

  • προτρέχω — ΝΜΑ [τρέχω] 1. τρέχω μπροστά από κάποιον άλλο 2. τρέχω πριν από κάποιον άλλο, τόν ξεπερνώ στο τρέξιμο («πολλοῑς ἡ γλῶττα προτρέχει τῆς διανοίας» σε πολλούς η γλώσσα τρέχει πιο μπροστά από το μυαλό τους, Ισοκρ.) νεοελλ. μτφ. βγάζω συμπεράσματα πιο …   Dictionary of Greek

  • προτρέχω — πρότρεξα και προέτρεξα, τρέχω πριν από άλλον, βιάζομαι: Μην προτρέχεις πριν ακούσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προτρέχῃ — προτρέχω run forward pres subj mp 2nd sg προτρέχω run forward pres ind mp 2nd sg προτρέχω run forward pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδραμόν — προτρέχω run forward aor part act masc voc sg προτρέχω run forward aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδραμόντα — προτρέχω run forward aor part act neut nom/voc/acc pl προτρέχω run forward aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδραμόντων — προτρέχω run forward aor part act masc/neut gen pl προτρέχω run forward aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδράμῃ — προτρέχω run forward aor subj mp 2nd sg προτρέχω run forward aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρεχόντων — προτρέχω run forward pres part act masc/neut gen pl προτρέχω run forward pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρέχει — προτρέχω run forward pres ind mp 2nd sg προτρέχω run forward pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρέχον — προτρέχω run forward pres part act masc voc sg προτρέχω run forward pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρέχοντα — προτρέχω run forward pres part act neut nom/voc/acc pl προτρέχω run forward pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»